- αναγγελτήριος
- -ια, -ιο1. αυτός με τον οποίο ανακοινώνουμε κάτι2. το ουδ. ως ουσ. το αναγγελτήριοέντυπο με το οποίο γίνεται γνωστοποίηση για κάτι (γάμο, θάνατο κ.ά.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αναγγέλλω. Η λ. αναγγελτήριον μαρτυρείται από το 1856 σε ερμήνευμα λέξεως στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Σκαρλάτου Δ. Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.